- ἐσθίουσι
- ἐσθίωeatpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐσθίωeatpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐσθίουσ' — ἐσθίουσα , ἐσθίω eat pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐσθίουσι , ἐσθίω eat pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐσθίουσι , ἐσθίω eat pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐσθίουσαι , ἐσθίω eat pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήιον — λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α) 1. αθέριστοι καρποί τού αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.) 2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι 3. η λεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον… … Dictionary of Greek